δελφακούμαι

δελφακούμαι
δελφακοῡμαι (-όομαι) (Α) [δέλφαξ]
(για γουρουνάκι, με άσεμνο υπαινιγμό για το αιδοίο νεαρών κοριτσιών) αναπτύσσομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία (Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”